- θεατρώνης
- tiyatro sahibi
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
θεατρώνης — ο (Α θεατρώνης) νεοελλ. θεατρικός επιχειρηματίας που διατηρεί θίασο ηθοποιών με έξοδά του, εργολάβος θεάτρου αρχ. (στην αρχ. Αθήνα), ο πολίτης που εισέπραττε από τους θεατές ως δικαίωμα εισόδου το «θεωρικόν»* και σε αντάλλαγμα πλήρωνε ενοίκιο… … Dictionary of Greek
θεατρώνης — ο επιχειρηματίας θεατρικών παραστάσεων: Πολλοί πρωταγωνιστές είναι και θιασάρχες και θεατρώνες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θεατρῶναι — θεατρώνης lessee of a theatre masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Theorica — (Gr. polytonic|Θεωρικά) was in ancient Athens the name for the fund of monies expended on festivals, sacrifices, and public entertainments of various kinds; and also monies distributed among the people in the shape of largesses from the… … Wikipedia
ТЕОРИКОН — • Θεωρικόν, θεωρικά, назывались деньги, выдававшиеся в Афинах со времен Перикла из государственной казны бедным гражданам для доставления им доступа в театр. Содержание театра в порядке отдавалось на откуп частному лицу (θεατρώνης или … Реальный словарь классических древностей
θέατρο — Σκηνική παράσταση, λυρικό έργο, επιθεώρηση, χορογραφικό θέαμα· θ. ονομάζεται επίσης το σύνολο των θεατρικών έργων ενός συγγραφέα (π.χ. το θ. του Ίψεν). Ο όρος όμως δραματικό θ. δηλώνει αποκλειστικά το θεατρικό είδος που παρουσιάζει ένα γεγονός… … Dictionary of Greek